τοιχογραφικός

τοιχογραφικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τοιχογραφία
2. αυτός που γίνεται με τοιχογράφηση («τοιχογραφική διακόσμηση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοιχογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Α. Ρ. Ραγκαβή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τοιχογραφικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που σχετίζεται με την τοιχογραφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελασσόνα — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 300 μ., 7.233 κάτ.) του νομού Λαρίσης, έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Ε. βρίσκεται χτισμένη αμφιθεατρικά στους δυτικούς πρόποδες του Κάτω Ολύμπου, σε στρατηγική θέση των περασμάτων από Θεσσαλία προς Μακεδονία. Η Ε. είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”